φθογγογραφικός

φθογγογραφικός
-ή, -ό, Ν [φθογγογραφία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθογγογραφία («φθογγογραφικό αλφάβητο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθογγογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φθογγογραφία (βλ. λ.), που είναι της φθογγογραφίας: Φθογγογραφικό αλφάβητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”